αφεύγατος

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αποφύγει, αναπόφευκτος
2. αυτός που δεν έχει φύγει.