αφιλόσοφος

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

ἀφιλόσοφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγαπά τη φιλοσοφία
2. (για καταστάσεις) ο ακατάλληλος για φιλοσοφία.