ἀφιλόσοφος

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐλόσοφος Medium diacritics: ἀφιλόσοφος Low diacritics: αφιλόσοφος Capitals: ΑΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: aphilósophos Transliteration B: aphilosophos Transliteration C: afilosofos Beta Code: a)filo/sofos

English (LSJ)

ἀφιλόσοφον, of persons,
A without taste for philosophy, one who does not love philosophy, Id.Sph.259e, Ph. Fr.35 H.; γένος Pl.Ti.73a; συγγραφεύς unphilosophical, Plb.12.25.6.
2 of conditions, unphilosophical, unphilosophic, δίαιτα Pl.Phdr.256c; ἀφιλόσοφος τήρησις S.E.M.11.165.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no inclinado a la filosofía de pers. ἄμουσος ... καὶ ἀφιλόσοφος Pl.Sph.259e, ἀφιλόσοφος καὶ ἀνάγωγος Plb.12.25.6, γένος Pl.Ti.73a, ἀφιλόσοφος καὶ ἰδιώτης Ph.Fr.35
fig. ignorante, poco reflexivo περὶ δὲ ἤθη ἀφιλόσοφος Hsch.H.Hom.17.1.29.
2 no filosófico, impropio de un filósofo de abstr. δίαιτα Pl.Phdr.256c, ὁμολογίαι Plu.2.464b, τήρησις S.E.M.11.165, οὐδὲν γάρ ἐστι τῶν καλουμένων φιλοσόφων ἀφιλοσοφώτερον = no hay nada menos filosófico que los llamados filósofos Ath.611d, ἀφιλόσοφα μεθοδεύοντες Eust.Op.257.92, cf. Porph.Plot.21.
II adv. ἀφιλοσόφως = sin inclinación por la filosofía ζῆν ἀφιλοσόφως Origenes Cels.2.17
de modo poco filosófico συντίθεμαι ἀφιλοσόφως εἰς τύπον μνησίκακον Eust.Op.107.41, cf. 109.28.

German (Pape)

[Seite 412] unphilosophisch, καὶ ἄμουσος Plat. Soph. 259 e; Tim. 75 a; Sp., Pol. 12, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n'a pas de goût pour la philosophie;
2 en parl. de choses qui ne convient pas à un philosophe ou pour l'étude de la philosophie.
Étymologie: , φιλόσοφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιλόσοφος: чуждый философии, нефилософский Plat., Polyb., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐλόσοφος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, Πλάτ. Σοφ. 259Ε. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀκατάλληλος πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, δίαιτα Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· γαστριμαργία ὁ αὐτ. Τίμ. 73Α· ἀφ. τήρησις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 165. - Ἐπίρρ. ἀφιλοσόφως, Ὠριγέν. κτλ.

Greek Monolingual

ἀφιλόσοφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγαπά τη φιλοσοφία
2. (για καταστάσεις) ο ακατάλληλος για φιλοσοφία.

Greek Monotonic

ἀφῐλόσοφος: -ον, μη φιλοσοφικός, σε Πλάτ.