αφορία

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀφορία) άφορος
1. έλλειψη παραγωγής, έλλειψη ευφορίας, ακαρπία
2. μτφ. έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα
3. ανεπάρκεια, έλλειψη.