αφυπνίζω

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642

Greek Monolingual

(AM ἀφυπνίζω) υπνίζω
ξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσει
νεοελλ.
ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω.