ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
η (AM ἀχαριστία) [[[αχάριστος]] (Ι)]αγνωμοσύνηνεοελλ.αχάριστη πράξηαρχ.έλλειψη χάρης, τραχύτητα.