αχαριστία

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀχαριστία) [[[αχάριστος]] (Ι)]
αγνωμοσύνη
νεοελλ.
αχάριστη πράξη
αρχ.
έλλειψη χάρης, τραχύτητα.