αχρηστεύω

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀχρηστεύομαι) άχρηστος
1. καθιστώ κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
2. δεν χρησιμοποιώ πια.