ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
(Μ ἀχρηστεύομαι) άχρηστος1. καθιστώ κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση2. δεν χρησιμοποιώ πια.