αψιδώνω

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

(AM ἁψιδῶ, -όω)
κάνω κάτι σαν αψίδα, κάμπτω
νεοελλ.
βάζω αψίδα στον τροχό της άμαξας.