αἱμοδόχος
From LSJ
English (LSJ)
αἱμοδόχον, = αἱματοδόχος, EM84.41, Suid. s.v. αἱμνίον.
Spanish (DGE)
-ον
que sirve para recoger la sangre, ἀγγεῖον EMα 1094, Et.Gen.α 660, Et.Sym.α 772, Sud.s.u. Αἵμνιον.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοδόχος: ον = αἱματοδόχος, Ἐτυμ. Μ. Σουΐδ.