αἴσχιστος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

Sp. de αἰσχρός.

Russian (Dvoretsky)

αἴσχιστος: superl. к αἰσχρός.

German (Pape)

superl. zu αἰσχρός.