αὐτάρεστος
English (LSJ)
v. αὐτάρεσκος.
Spanish (DGE)
-ον satisfecho de sí mismo Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάρεστος: «ὁ ἐφ’ ἑαυτῷ ἀγαλλόμενος», Ἡσύχ.
Translations
self-satisfied
Bulgarian: самодоволен; Chinese Mandarin: 自滿/自满, 得意; Danish: selvtilfreds; Dutch: zelfingenomen; Finnish: itsetyytyväinen, omahyväinen; French: suffisant; Georgian: თვითკმაყოფილი; German: selbstzufrieden; Greek: εφησυχασμένος, αυτάρεσκος, ματαιόδοξος, ψωνισμένος, ψώνιο; Ancient Greek: αὐτάρεσκος, αὐτάρεστος, δυσαυχής, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, πέρπερος; Hungarian: önelégült; Japanese: 独り善がり, 自己満足する; Polish: zadowolony z siebie; Russian: самодовольный; Swedish: självbelåten