αὐτολεξεί

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτολεξεί Medium diacritics: αὐτολεξεί Low diacritics: αυτολεξεί Capitals: ΑΥΤΟΛΕΞΕΙ
Transliteration A: autolexeí Transliteration B: autolexei Transliteration C: aftoleksei Beta Code: au)tolecei/

English (LSJ)

Adv. with the very words, in express words, Ph.2.597.

Spanish (DGE)

adv. con las mismas palabras διερμηνεύειν αὐ. explicarlo con las mismas palabras Ph.2.597, cf. Olymp.Iob 16.9.

German (Pape)

[Seite 398] mit den nämlichen Worten, Wort für Wort, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτολεξεί: ἐπίρρ., αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου αὐτοῦ λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτολεξεί, Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.

Greek Monolingual

(AM αὐτολεξεί) επίρρ.
με τα ίδια ακριβώς λόγια, κατά λέξη.