αὐχενιστήρ

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχενιστήρ Medium diacritics: αὐχενιστήρ Low diacritics: αυχενιστήρ Capitals: ΑΥΧΕΝΙΣΤΗΡ
Transliteration A: auchenistḗr Transliteration B: auchenistēr Transliteration C: afchenistir Beta Code: au)xenisth/r

English (LSJ)

αὐχενιστῆρος, ὁ
A, βρόχος αὐ. halter, Lyc.1100; ligature for neck, Hippiatr.10.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
dogal αὐ. βρόχος Lyc.1100, en vet. utilizado como torniquete τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8bis.

German (Pape)

[Seite 405] βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχενιστήρ: ῆρος, ὁ, βρόχος αὐχ., πρὸς ἀπαγχόνισιν, Λυκόφρ. 1100.

Greek Monolingual

αὐχενιστήρ, ο (Α) αυχενίζω
1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό
2. επίδεσμος του αυχένα.