τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
η (AM βάδισις) βαδίζωτο να βαδίζει κανείς, περπάτημανεοελλ.ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος.