βάνδαλος

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

ο
1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος
2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) Wandaĭ- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός λαός, έμειναν ονομαστοί στην ιστορία για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη Ρώμη, γι' αυτό και ο όρος βάνδαλος ταυτίστηκε με τη σημασία του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»].