βέντο

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

το [ιταλ. vento = άνεμος]
1. α' ή β' συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου
2. φρ. α) «σόπρα βέντο» — προσήνεμος
θ) «σότο βέντο» — απάνεμος.