βέρος
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
Greek Monolingual
-α, -ο
1. ειλικρινής, ευθύς («βέρος άνθρωπος»)
2. γνήσιος, πραγματικός («βέρος Αθηναίος», «βέρο χρυσάφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vero «αληθινός, γνήσιος, πραγματικός»].