βέτο

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

το
1. το δικαίωμα των Ρωμαίων δημάρχων να αντιτάσσονται σε κάθε απόφαση ή πράξη των ρωμαϊκών Αρχών
2. το δικαίωμα αρνησικυρίας, με το οποίο εμποδίζεται, ματαιώνεται ή ανατρέπεται η λήψη απόφασης από συλλογικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. ρ.) veto «απαγορεύω»].