βαβαλίζω

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Spanish (DGE)

mecer, adormecer con arrullos fig. δουλεύσει τὸ ἡγεμονικὸν βαβαλίσαντι ... ἔρωτι Nil.M.79.541B.

Greek Monolingual

βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) βαυβώ
κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω
νεοελλ.
περιποιούμαι.