βαρυκαρδίζω
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
Greek Monolingual
(Μ βαρυκαρδίζω)
στενοχωρώ πολύ κάποιον
νεοελλ.
1. βαρυγνωμώ, έχω παράπονο εναντίον κάποιου
2. καταριέμαι.