βαρυκαρδίζω

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

βαρυκαρδίζω)
στενοχωρώ πολύ κάποιον
νεοελλ.
1. βαρυγνωμώ, έχω παράπονο εναντίον κάποιου
2. καταριέμαι.