βεληνεκές
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
Greek Monolingual
το
η απόσταση, σε ευθεία γραμμή, από το σημείο βολής ως το σημείο πτώσης του βλήματος πυροβόλου όπλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επίθ. βεληνεκής < βέλος + -ηνεκής < (θ.) ενεκ- του αόρ. β' ήνεγκον του ρ. φέρω (πρβλ. αρχ. διηνεκής, ποδηνεκής). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].