Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
ἠνεκής, -ές (Α)
1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά
2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκές
χωρίς διακοπή, συνεχώς.
επίρρ...
ἠνεκέως (Α)
αδιάκοπα, συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής.