βελονιάζω

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας
2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω
3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζωβελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.)
4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» — είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων
5. (παροιμία) «έμαθα και βελονιάζω και περνώ (ή και γαμώ) το μάστορή μου» — για αρχάριο που νομίζει ότι ξεπέρασε τον δάσκαλο του.