βελονιάζω

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας
2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω
3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζωβελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.)
4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» — είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων
5. (παροιμία) «έμαθα και βελονιάζω και περνώ (ή και γαμώ) το μάστορή μου» — για αρχάριο που νομίζει ότι ξεπέρασε τον δάσκαλο του.