βεργίζω

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

1. χτυπώ με βέργα
2. κόβω τις ξερές βέργες του κλήματος
3. (και βεργίζομαι) λυγίζω σαν βέργα.