βλάψιμο

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

το βλάπτω
1. βλάβη, ζημιά
2. πληγή
3. ελάττωμα
4. (για την τιμή) προσβολή
5. οι αδιαθεσίες της εγκύου κατά τους πρώτους μήνες της κύησης.