βλέψη

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

η (AM βλέψις) βλέπω
1. σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος υπολογισμός
2. η όραση, η ικανότητα του να βλέπει κανείς
3. η όψη.