βλαστολογώ

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137

Greek Monolingual

(-άω) (AM βλαστολογῶ, -έω)
κόβω βλαστούς από δέντρο ή άλλο φυτό
μσν.- νεοελλ.
ξεχορταριάζω, βοτανίζω.