βουβάλια
From LSJ
English (LSJ)
[βᾰ], ων, τά, a kind of
A bracelets, Nicostr. 33, Diph.59, Lib. Decl.32.30, cf. EM206.16; Ἐρωτίων καὶ βουβαλίων ζεῦγος IG11(2).161 B118 (Delos, iii B. C.).
II sg., βουβάλιον, τό, = σίκυς ἄγριος, Ps.-Dsc.4.150, Hp. ap. Hsch. (but in masc. form βουβάλιος, ὁ, Id. ap. Gal.19.89).
German (Pape)
[Seite 455] τά, eine Art Armbänder, Diphil. bei E. M. 206, 16; vgl. auch Nicostrat. Clem. Al. Pacd. II p. 209.
Greek (Liddell-Scott)
βουβάλια: -ων, τά, εἶδος ψελλίων, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Δίφιλ. Παλλ. 1. ΙΙ. καθ’ ἑνικ., εἶδος κολοκύνθης, Ἡσύχ.