βουλείον

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek Monolingual

βουλεῖον και βουλῆον, το (Α) βουλεύω
1. δικαστήριο
2. βουλευτήριο.