βραβευτής

English (LSJ)

βραβευτοῦ, ὁ,
A = βρᾳβεύς, Is.9.35, POxy.1050.11 (ii/iii A.D.); β. τῶν λόγων Pl.Prt. 338b; β. τοῦ δικαίου ὁ δικαστής Arist.Rh.1376b20, cf. Ph.2.346, al.; αἱρεῖσθαί τινα β. Plu.Cat.Mi.44.
II official of a religious confraternity, Buresch Aus Lydien10, Ramsay Eastern Provinces 320.

Spanish (DGE)

(βρᾰβευτής) -οῦ, ὁ
1 árbitro, juez de un certamen o juegos atléticos πότερον ... ἔξεστι τὸν βραβευτὴν τὸν φοίνικα ὁποτέρῳ βούλεται ἀποδοῦναι; ¿es posible que el árbitro dé la palma (del triunfo) a quien quiera de los dos? Chrysipp.Stoic.3.175, cf. SEG 27.261B.84, 86 (Macedonia II a.C.), Plu.2.638e, POxy.1050.11 (II/III d.C.)
poét. o musical, Aristo Phil.13.5.11
en compar. y fig. en rel. c. otras actividades, esp. la jurídica ὑμᾶς αὐτοὺς βραβευτὰς ἁπάντων καταστήσατε Is.9.35, β. τοῦ δικαίου ὁ δικαστής Arist.Rh.1376b20, cf. Ph.2.346, αἱροῦνται φύλακα καὶ βραβευτὴν καὶ μάρτυρα τὸν Κάτωνα Plu.Cat.Mi.44
en enfrentamientos dialécticos βραβευτὴν ἑλέσθαι τῶν λόγων elegir un árbitro que decida entre los discursos Pl.Prt.338b
en las armas, Philipp.Maced.2, ὥσπερ ἀγαθὸς β. ἡ τύχη ... Plb.1.58.1
de dioses ἀφανῶν ἔργων φανερῶν τε β. Orph.H.18.16, en lit. crist. ὅ τε γὰρ ἀγωνοθέτης ὁ ... θεός, ὅ τε β. ὁ ... υἱὸς τοῦ θεοῦ Clem.Al.Strom.7.3.20, cf. Synes.Ep.137.
2 en Lidia, cierto magistrado encargado de algunos ritos y concesión de honores TAM 5.515.7, 903.21, 1269.14, IGR 4.1348.12, 1497.12 (todas imper.).
3 admin. ejercer el cargo de βραβευτής SEG 38.1303.8 (Frigia II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, dasselbe, von Moeris als hellenistisch erkl., die spätere Form der Prosa; Schiedsrichter, λόγων Plat. Prot. 338 b; Is. 9, 35; δικαίου βρ. ὁ δικαστής Arist. rhet. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. βραβεύς.
Étymologie: βραβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραβευτής -οῦ, ὁ βραβεύω scheidsrechter.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰβευτής: οῦ ὁ Plat., Isae., Arst., Plut. = βραβεύς 1 и 2.

Greek Monolingual

βραβευτής, ο (AM) βραβεύς
βραβεύς, κριτής.

Greek Monotonic

βρᾰβευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., μεταγεν. τύπος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰβευτής: -οῦ, ὁ μεταγεν. τύπος τοῦ βραβεύς. Ἰσαῖ. 78. 28· βρ. τῶν λόγων Πλάτ. Πρωτ. 338Β· βρ. τοῦ δικαίου ὁ δικαστὴς Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24.

English (Woodhouse)

(see also: βραβεύς) arbitrator