ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
βρασμώδης: -ες, (εἶδος) ἀναβράζων, προξενῶν κλονισμόν, κίνησις Γρηγ. Νύσσ. 1, 160 (Migne).
-ες
tembloroso, διά τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως Gr.Nyss.M.44.160C.
βρασμώδης, -ες (Α) βρασμός
αυτός που προκαλεί βρασμό, κλονισμό.