βραχιάζω

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126

Greek Monolingual

1. γκρεμίζω κάποιον από βράχο
2. πιάνομαι σε βράχο, αγκιστρώνομαι
3. βραχιάζω και βραχιάζομαι (γιαγίδια)
ανεβαίνω σε βραχώδη μέρη απ' όπου δεν μπορώ να κατεβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βράχια (πληθ. του βράχος)].