βρονταλίδα

From LSJ

Greek Monolingual

η
πράσινη σαύρα η οποία κατά τη λαϊκή παράδοση βγαίνει όταν βρέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ουσ.) βροντάλα < βροντή].