βρυν

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

(Α βρῡν)
επιφώνημα νηπίων όταν διψούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ονοματοποιημένη].