βρώμα
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
το (AM βρῶμα, Μ και βρῶμαν) βιβρώσκω
1. τροφή
2. λεία, θήραμα
νεοελλ.
1. δόλωμα
2. διάβρωση, αποσύνθεση
αρχ.
1. πληγή, καρκίνωμα
2. οπή, κουφάλα του δοντιού.