βόησις
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
-εως, ἡ, = βοή, cry, shout for assistance, Thd., Quint.Ps.21(22).2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
grito de súplica, Plu.2.171d, cf. Thd.Ps.21(22).2, Quint.Ps.21(22).2.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, das Schreien, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
βόησις: -εως, ἡ, = βοή, κραυγή, φωνὴ δυνατή, ἐπίκλησις βοηθείας, Τρικλίν. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 419, διάφ. γραφ. ἐν Ψαλμ. κβ΄, 2.