βόρειον

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Russian (Dvoretsky)

βόρειον: τό
1 чаще pl. пора северных ветров Xen.: βορείων ὄντων или βορείοις Arst. при северных ветрах;
2 pl. северные области, север (ἐν βορείοις Arst.).