γάντζωμα

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Greek Monolingual

το
1. ανάρτηση ή εξάρτηση κάποιου πράγματος με γάντζο
2. στενή επαφή, προσκόλληση.