γάντζωμα

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

το
1. ανάρτηση ή εξάρτηση κάποιου πράγματος με γάντζο
2. στενή επαφή, προσκόλληση.