γίνωμα

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

και γένωμα, το
1. η ωρίμανση τών καρπών
2. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση
3. η ζύμωση, το ανέβασμα του ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. Έγινα του ρ. γίνομαι.