γίνωμα

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

και γένωμα, το
1. η ωρίμανση τών καρπών
2. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση
3. η ζύμωση, το ανέβασμα του ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. Έγινα του ρ. γίνομαι.