γίνωμα
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
και γένωμα, το
1. η ωρίμανση τών καρπών
2. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση
3. η ζύμωση, το ανέβασμα του ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. Έγινα του ρ. γίνομαι.