γίνωμα

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

και γένωμα, το
1. η ωρίμανση τών καρπών
2. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση
3. η ζύμωση, το ανέβασμα του ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. Έγινα του ρ. γίνομαι.