γαλαδερφός

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual


αυτός που έχει θηλάσει γάλα από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλο (το παιδί της τροφού και το ξένο, το οποίο θήλασε απ' αυτήν).