πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
γαλακτοδοτῶ (-έω) (Α)τρέφω με γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -δοτώ < -δότης < δίδωμι.