γαλακτοδοτώ

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

γαλακτοδοτῶ (-έω) (Α)
τρέφω με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -δοτώ < -δότης < δίδωμι.