γαλακτοδοτώ

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

γαλακτοδοτῶ (-έω) (Α)
τρέφω με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -δοτώ < -δότης < δίδωμι.