δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
γαλακτοποιῶ (-έω) (Μ)1. παράγω γάλα2. μετατρέπω κάτι σε γαλακτώδη χυμό.