γαλακτοποιώ

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

γαλακτοποιῶ (-έω) (Μ)
1. παράγω γάλα
2. μετατρέπω κάτι σε γαλακτώδη χυμό.