γαλακτοποιώ

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

γαλακτοποιῶ (-έω) (Μ)
1. παράγω γάλα
2. μετατρέπω κάτι σε γαλακτώδη χυμό.