γαλακτοπώλης

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοπώλης Medium diacritics: γαλακτοπώλης Low diacritics: γαλακτοπώλης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: galaktopṓlēs Transliteration B: galaktopōlēs Transliteration C: galaktopolis Beta Code: galaktopw/lhs

English (LSJ)

γαλακτοπώλου, ὁ, milkseller, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de leche, lechero, Gloss.2.261.

Greek Monolingual

ο (Μ γαλακτοπώλης)
εκείνος που πουλάει ή διανέμει στα σπίτια το γάλα και τα προϊόντα του.