γαλακτόρρυτος

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

γαλακτόρρυτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο ρέει γάλα («γαλακτόρρυτοι κρῆναι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -ρρυτος < ρυτός < ρέω (πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος)].